- μεροποιός
- μεροποιός, -όν (Μ)αυτός που δημιουργεί μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεροποιός — creating parts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μεροποιούμαι — μεροποιοῡμαι, έομαι (Μ) [μεροποιός] παίρνω μέρος, μετέχω, συμμετέχω … Dictionary of Greek